Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η λέμβος

См. также в других словарях:

  • λέμβος — cock boat masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέμβος — η (AM λέμβος, ὁ) σκάφος μικρών διαστάσεων, με ή χωρίς κατάστρωμα, που κινείται με κουπιά ή και ιστία, βάρκα («διωκόμενος ῥίπτει αὑτὸν εἰς τὴν θάλασσαν, διαμαρτὼν δὲ τοῡ λέμβου... ἀπεπνίγη», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. το καλάθι τού αεροστάτου 2. ανατ. το …   Dictionary of Greek

  • λέμβος ή βάρκα — Γενική ονομασία σκαφών μικρών διαστάσεων. Οι λ. κατασκευάζονται κυρίως από ξύλο, σπανιότερα από μέταλλο και, τέλος, από πλαστική ύλη. Η ύπαρξη καταστρώματος δεν είναι απαραίτητη, ενώ για την πρόωσή τους χρησιμοποιούνται κουπιά, πανιά ή κινητήρας …   Dictionary of Greek

  • λέμβος — η βάρκα με κουπιά ή πανιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντράγκον — Λέμβος μονότυπος για ιστιοπλοϊκούς αγώνες, διεθνούς και ολυμπιακής κλάσης· είναι σκάφος σφαιροειδές, ξύλινο με την καρίνα σε καρφωτή παρέκταση. Χαρακτηριστικά του ν. είναι: μήκος, εκτός επιφανείας, 8,90 μ.· πλάτος 1,97 μ.· βάρος, με πλήρη… …   Dictionary of Greek

  • λέμβοι — λέμβος cock boat masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέμβοις — λέμβος cock boat masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέμβον — λέμβος cock boat masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέμβου — λέμβος cock boat masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέμβους — λέμβος cock boat masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέμβων — λέμβος cock boat masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»