-
1 λέμβος
λέμβος, ὁ, ein kleiner Nachen mit spitzigem Vordertheil, Fischerkahn, Boot, Dem. 32, 6; ἐν τῷ λέμβῳ ἐσώϑη, beim Schiffbruch, 34, 10; Pol. 1, 53, 9; ῥυμουλκοῦντες 3, 46, 5, öfter; Agath. 24 (XI, 64); übertr. vom Schmeichler, der Einem immer nachfolgt, Anaxandrid. bei Ath. VI, 242 f.
-
2 λεμβος
ὁ лодка, челн Theocr., Dem., Polyb. -
3 λέμβος
λέμβοςcock-boat: masc nom sg -
4 λέμβος
λέμβος, ὁ, ein kleiner Nachen mit spitzigem Vorderteil, Fischerkahn, Boot; ἐν τῷ λέμβῳ ἐσώϑη, beim Schiffbruch; übertr. vom Schmeichler, der einem immer nachfolgt -
5 λέμβος
Grammatical information: m. (on the gender cf. Schwyzer-Debrunner 34 n. 2)Meaning: `small fast-sailing galley ' (D., Anaxandr., hell.);.Derivatives: λεμβῶδες πλοῖον (Arist.)Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Illyr.Etymology: Foreign word (cf. Chantraine Étrennes Benveniste 3), perh. Illyrian (s. lit. in W.-Hofmann s. lembus). Thus Krahe Gymnasium 59, 79, from IE * lengʷho-s (to ἐλαφρός etc.?). - Old IE etymologies in Bq and WP. 2, 435 rejected. Lat. LW [loanword] lembus.Page in Frisk: 2,104Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λέμβος
-
6 λέμβος
λέμβ-ος, ὁ, a ship'sA cock-boat, D.32.6: metaph., of a parasite,ὄπισθεν ἀκολουθεῖ κόλαξ τῳ; λέμβος ἐπικέκληται Anaxandr.34.7
.2 fast-sailing galley, felucca, used either to precede a fleet, Plb.1.53.9; or as a light transport, Id.2.3.1, cf. 5.109.3, SIG569.19 (Halasarna, iii B.C.), PPetr.2p.64 (iii B.C.). -
7 λέμβος
η1) лодка, шлюпка; 2) гондола аэростата -
8 λέμβος
чамецГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > λέμβος
-
9 λέμβος
canot -
10 λέμβος
łódka (f) rzecz. -
11 λέμβος
člun -
12 λέμβος
skiffΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > λέμβος
-
13 λέμβοι
λέμβοςcock-boat: masc nom /voc pl -
14 λέμβοις
λέμβοςcock-boat: masc dat pl -
15 λέμβον
λέμβοςcock-boat: masc acc sg -
16 λέμβου
λέμβοςcock-boat: masc gen sg -
17 λέμβους
λέμβοςcock-boat: masc acc pl -
18 λέμβων
λέμβοςcock-boat: masc gen pl -
19 canot
λέμβος -
20 skiff
λέμβος
См. также в других словарях:
λέμβος — cock boat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέμβος — η (AM λέμβος, ὁ) σκάφος μικρών διαστάσεων, με ή χωρίς κατάστρωμα, που κινείται με κουπιά ή και ιστία, βάρκα («διωκόμενος ῥίπτει αὑτὸν εἰς τὴν θάλασσαν, διαμαρτὼν δὲ τοῡ λέμβου... ἀπεπνίγη», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. το καλάθι τού αεροστάτου 2. ανατ. το … Dictionary of Greek
λέμβος ή βάρκα — Γενική ονομασία σκαφών μικρών διαστάσεων. Οι λ. κατασκευάζονται κυρίως από ξύλο, σπανιότερα από μέταλλο και, τέλος, από πλαστική ύλη. Η ύπαρξη καταστρώματος δεν είναι απαραίτητη, ενώ για την πρόωσή τους χρησιμοποιούνται κουπιά, πανιά ή κινητήρας … Dictionary of Greek
λέμβος — η βάρκα με κουπιά ή πανιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντράγκον — Λέμβος μονότυπος για ιστιοπλοϊκούς αγώνες, διεθνούς και ολυμπιακής κλάσης· είναι σκάφος σφαιροειδές, ξύλινο με την καρίνα σε καρφωτή παρέκταση. Χαρακτηριστικά του ν. είναι: μήκος, εκτός επιφανείας, 8,90 μ.· πλάτος 1,97 μ.· βάρος, με πλήρη… … Dictionary of Greek
λέμβοι — λέμβος cock boat masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέμβοις — λέμβος cock boat masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέμβον — λέμβος cock boat masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέμβου — λέμβος cock boat masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέμβους — λέμβος cock boat masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέμβων — λέμβος cock boat masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)